αστροφυσική

αστροφυσική
astrophysique

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Regardez d'autres dictionnaires:

  • αστροφυσική — Κλάδος της αστρονομίας που εξετάζει τη χημική σύνθεση και τη φυσική κατάσταση των ουράνιων σωμάτων, τη θερμοκρασία και τη σύσταση της ατμόσφαιράς τους, την ένταση και την ανάλυση του φωτός τους και, γενικότερα, αναπτύσσει μεθόδους για την… …   Dictionary of Greek

  • αστροφυσική — η η επιστήμη που εξετάζει τη φυσική κατάσταση και τη χημική σύσταση των άστρων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αστρονομία — Επιστήμη συγγενική με τη φυσική και τα μαθηματικά, που ερευνά τα φαινόμενα των αστέρων· η επιστήμη που μελετά τη φυσική κατάσταση, τη θέση, την κίνηση, τη σύσταση και την εξέλιξη των αστέρων. Η λέξη αστέρες λαμβάνεται εδώ στην όσο το δυνατόν… …   Dictionary of Greek

  • αστροφυσικός — ή, ό 1. ο σχετικός με την αστροφυσική 2. το αρσ. ως ουσ. ο επιστήμονας ο ειδικός στην αστροφυσική …   Dictionary of Greek

  • άστρο — και άστρι και αστρί, το (AM ἄστρον) 1. το αστέρι 2. ο έξοχος, ο υπέροχος («αυτός είναι άστρο», «Ἀκροκόρινθον Ἑλλάδος ἄστρον») νεοελλ. 1. ο αστερισμός, το ζώδιο κάθε ανθρώπου («γεννήθηκε σε καλό άστρο») 2. α) «άστρο της ημέρας» ο ήλιος β) «άστρο… …   Dictionary of Greek

  • γεωχημεία — Επιστήμη που ασχολείται με τη μελέτη της χημικής σύνθεσης της Γης. Κύριοι σκοποί της είναι: α) να καθορίσει την ποσοτική αναλογία των διαφόρων χημικών στοιχείων πάνω στη Γη, τόσο στη φυσική τους κατάσταση όσο και μέσα στις ενώσεις τους· β) να… …   Dictionary of Greek

  • φυσική — Επιστήμη που μελετά τη δομή και τις ιδιότητες της ύλης σε όλες τις πολυποίκιλες συνθήκες και μορφές της, καθώς επίσης τους νόμους που ρυθμίζουν την κίνησή της και τις αμοιβαίες μετατροπές. Αν και η μελέτη της φύσης προκάλεσε το ενδιαφέρον των… …   Dictionary of Greek

  • Άμποτ, Γουλιέλμος — Αστροφυσικός, καθηγητής πανεπιστημίου και λογοτέχνης. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1906. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (φυσική και αστρονομία) και μετεκπαιδεύτηκε στην αστροφυσική σε πανεπιστήμια του εξωτερικού (Μίσιγκαν, Αλάσκα, Παρίσι), ενώ… …   Dictionary of Greek

  • αστέρες — Ουράνια σώματα, που γίνονται ορατά από το φως που εκπέμπουν. Οι α., αντίθετα με τους πλανήτες που γίνονται ορατοί από το φως που ανακλούν, λέγονται και απλανείς, επειδή φαινομενικά μένουν ακίνητοι στον ουράνιο θόλο. Εξαιτίας της τεράστιας… …   Dictionary of Greek

  • Γιανγκ, Τσαρλς Όγκοστ — (Charles August Young, 1834 – 1908). Αμερικανός αστροφυσικός. Υπήρξε καθηγητής των μαθηματικών και της φυσικής φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο του Οχάιο (1858 67) και της αστρονομίας και της φυσικής φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο του Πρίνστον (1877… …   Dictionary of Greek

  • Γουίλσον, Κένεθ Γουίλσον, Ρόμπερτ Γούντροου — (Robert Woodrow Wilson, Τέξας 1936 –). Αμερικανός φυσικός. Αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο Ράις και στη συνέχεια γράφτηκε στο πανεπιστήμιο Καλτέκ της Καλιφόρνια, για διδακτορικό στη φυσική, χωρίς όμως να έχει ορίσει συγκεκριμένο θέμα. Η πρώτη του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”